- ομοιοπαθητικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ομοιοπαθή ή στην ομοιοπάθεια.2. (ουσ.) ομοιοπαθητική, η ιατρική θεραπευτική μέθοδος με φάρμακα που προκαλούν τα ίδια συμπτώματα με την ασθένεια που καταπολεμά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.